ιπποποδία

ιπποποδία
ή
ιατρ. ανώμαλη θέση τού άκρου ποδιού ως προς την κνήμη λόγω μυϊκών παραλύσεων, συρρίκνωσης τού αχίλλειου τένοντα ή κατάγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)*- + -ποδία (< πους, ποδ-ός), πρβλ. σχιζο-ποδία, ωκυ-ποδία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. equinisme)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”